Η μεγάλη καταστροφή του 1922 στη Μικρά Ασία ήταν η αρχή του ξεριζωμού των Φωκιανών. Η Αττική γη θα ήταν πια η νέα πατρίδα. Το γεγονός που καθόρισε την ιστορική πορεία των προσφύγων ήταν η πρόσληψη του συμαπατριώτη τους Χρήστου Καραπιπέρη ως αρχιτεχνίτη στις αλυκές Αναβύσσου στο τέλος του 1922.
Ήταν ο πρώτος μικρασιάτης πρόσφυγας που εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Ανάβυσσο. Με δικές του ενέργειες, το 1923 ήρθαν περίπου 30 – 40 Φωκιανοί από τον συνοικισμό της Δραπετσώνας, όλοι εργάτες των αλυκών της Παλαιάς Φώκαιας της Μικράς Ασίας, που τον βοήθησαν να εκσυγχρονίσει και να αναπτύξει τις αλυκές. Από το 1925 αρχίζει η οργανωμένη και συλλογική πια δράση των Φωκιανών στην περιοχή με την εκκλησία (της Αγίας Ειρήνης, 1932) και το σχολείο είναι τα πρώτα κέντρα πνευματικής συνύπαρξης.
Ξυλεία από τα παλιά σπίτια που γίνονταν πια πέτρινα και συμπαράσταση από τις γύρω κοινότητες και το εξωτερικό, βοήθησαν στο να νικηθεί ο χρόνος που άφηνε τα σημάδια του. Ο ξεριζωμός αυτό ήταν η αφορμή για να γραφτεί ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορήματα. Η «Γαλήνη» (1939) του Ηλία Βενέζη.
Το έργο, με αφηγήσεις και εικόνες να έχουν αντληθεί από τον ίδιο τον Βενέζη όσο το έγραφε, αποτελεί σημείο αναφοράς για τους απανταχού Φωκιανούς. Τα λόγια του άλλωστε (τα οποία και παραθέτουμε) δίνουν με τόση δύναμη την αίσθηση του να χάνεις μια πατρίδα και να φτιάχνεις μία νέα.. «Οι αρχαίοι κάτοικοι του τόπου τούτου για να κάμουν ευμενείς τους θεούς απέναντί τους, για να τους κάμουν συναντιλήπτορες στις λύπες και στα βάσανά τους, τους κατέβασαν απ’ τον ουρανό στη γη: τους έβαλαν πάνω στον Όλυμπο. Γιατί είχαν τη σοφία να ξέρουν πως ο πόνος είναι αφηρημένη έννοια αν δεν τον έχεις δοκιμάσει, πως μόνο ό,τι άγγισες με τα χέρια σου και την καρδιά σου, μόνο ό,τι πλήρωσες με αίμα σου είναι γνώριμο και μπορεί να ‘βρει μέσα σου ηχώ.»